- ἐλήλυθεν
- пришелпришло Ἐλήλυθεν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐλήλυθεν — ἔρχομαι ibo perf ind act 3rd sg ἔρχομαι ibo plup ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωγύγιος — ον, θηλ. και ία, Α [Ὠγυγίη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ώγυωγύγιος γο, μυθικό βασιλιά τής Αττικής 2. (κατ επέκτ.) πανάρχαιος, παμπάλαιος («σὲ τόδ ἐλήλυθεν πᾱν κράτος ὠγύγιον», Σοφ.) 3. γιγάντιος … Dictionary of Greek